βιατάς

βιατάς
βῐᾱτάς
1 strong, powerful

μαθεῖν Πατρόκλου βιατὰν νόον O. 9.75

βιατὰς Ἄρης P. 1.10

καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236

Ἀντίλοχος βιατὰς P. 6.28

νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ i. e. wine N. 9.51 παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν Achilles Pae. 6.84

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιατάς — βιατάς, ο (Α) 1. δυνατός, ισχυρός 2. (για κρασί) δυνατό, που μεθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία ή < βιώ «πιέζω, εξαναγκάζω»] …   Dictionary of Greek

  • βιατάς — βιᾱτά̱ς , βιατης masc acc pl βιᾱτά̱ς , βιατης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”